ἐξαναχωρέειν

ἐξαναχωρέειν
ἐξαναχωρέω
go out of the way
pres inf act (epic ionic)
ἐξαναχωρέω
go out of the way
pres inf act (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαναχωρώ — ἐξαναχωρῶ, έω (Α) 1. αναχωρώ από έναν τόπο ή για έναν τόπο, αποσύρομαι από μια θέση («τοὺς λοιποὺς αὖτις ἐξαναχωρέειν ἐπὶ τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 2. (μτβ.) αποσύρω, ανακαλώ κάτι («ἐξανεχώρει τὰ εἰρημένα», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”